- ακκλησίαστος
- -η, -ο(από το ανεκκλησίαστος)1. που δεν πάει στην εκκλησία: Μήνες ήταν ακκλησίαστοι.2. αυτός που δεν μπορεί να εκκλησιαστεί, γιατί είναι τιμωρημένος από όργανο της εκκλησίας (επίσκοπο, ιερέα): Τον είχε τιμωρήσει ο δεσπότης να μείνει ακκλησίαστος έξι μήνες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.